- πλατάγημα
- το, ΝΑ [πλαταγώ]η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλατάγημα — crack neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαταγήματος — πλατάγημα crack neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλέφιλον — τὸ, Α φύλλο που φυλάει τη φιλία, φύλλο φυτού ή πέταλο άνθους, πιθανώς τής παπαρούνας, που τό χρησιμοποιούσαν οι ερωτευμένοι για να δοκιμάσουν αν το αγαπημένο πρόσωπο διατηρούσε τα αισθήματά του (α. «τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα… … Dictionary of Greek